- ὑποκριτῶν
- ὑποκριτήςone who answersmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Deuteragonist — In literature, the deuteragonist (from Greek: δευτεραγωνιστής, deuteragonistes, second actor) is the second most important character, after the protagonist and before the tritagonist.[1] The deuteragonist may switch from being with or against the … Wikipedia
HISTRIONES — quod ex Histria Romam venerint primum, dicti, muliebri indumento, gestus feminarum impudicarum, exprimere solebaut, Isid. Hispal. l. 18. Etymol. c. 48. Non iidem semper cum Pantomiinis, quorum primus Pylades eodem, quo Histriones, tempore, Romam… … Hofmann J. Lexicon universale
PERSONA — I. PERSONA Graecis πρόσωπον, apud horum vetustissimos, non ἀξίωμα vel ἀξιωματικὸν, dignitatem, vel bominem in dignitate constitutum, signi ficavit, ut quidem voluit Ios. Scaliger, qui Decanos Astrorum πρόσωπα propterea dictos contendit; Sed… … Hofmann J. Lexicon universale
SERRACUM — apud Iuvenalem, Sat. 3. v. 255. coruscat, Serraco veniente abies idem cum Sarraco est, quod vide. Aliud est soracum, apud Horatium, cophinus videl. in quo τὰ σκεύη τῶ ὑποκριτῶν, suppellex Histrionum, Pollux … Hofmann J. Lexicon universale
ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε … Dictionary of Greek
ιξαλή — ἰξαλῆ και ἰξάλη, ἡ (Α) [ίξαλος] 1. δέρμα κατσίκας 2. ένδυμα υποκριτών στα σατυρικά δράματα («ἐσθὴς σατυρική», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
κορυφαίος — Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση,… … Dictionary of Greek
περιπολιστικός — ή, όν, Α [περιπολίζω]·1. αυτός που έχει τη διάθεση να περιπλανάται, περιπλανής 2. φρ. «σύνοδος περιπολιστική» θίασος μουσικών ή υποκριτών που μεταβαίνουν από τόπο σε τόπο, περιοδεύων θίασος … Dictionary of Greek
προαγών — και προάγων, ωνος, ο, ΝΑ, και προαγώνας Ν (στην αρχ. Αθήνα) η παρουσίαση τής υπόθεσης τών δραμάτων αλλά και τών υποκριτών από τον δραματουργό λίγες μέρες πριν από τη διδασκαλία τών τραγωδιών, η οποία γινόταν στο ωδείο («ὅτ ἧν τῷ Ἀσκληπιῷ ἡ θυσία… … Dictionary of Greek